- πατριώτης
- Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην αρχαία Ελλάδα ο όρος π. ήταν σε χρήση μόνο για το χαρακτηρισμό δούλων και ζώων: πατριώτης όνος.
Πολλές οργανώσεις πήραν, στα νεότερα χρόνια, τον τίτλο του π. Το 1878 ιδρύθηκε στη Βαυαρία το κόμμα των π., που εξελίχτηκε σε κληρικόφρον κόμμα του κέντρου. Στη Γαλλία ονόμαζαν π. τους οπαδούς των νέων ιδεών και, στα χρόνια του βασιλιά Λουδοβίκου-Φιλίππου, τους δημοκρατικούς. Για τον λόγο αυτό, η πρώτη στρατιωτική μονάδα που στάλθηκε στο μέτωπο το 1792, ονομάστηκε «Σύνταγμα των πατριωτών του 1789». Κυκλοφόρησαν επίσης στη Γαλλία διάφορες εφημερίδες που χρησιμοποιούσαν στον τίτλο τους τον όρο π., όπως 0 Γάλλος πατριώτης (Le patriote Franfcis) του Μπρισό (1789). «Πατριώτες του 1816» ονομάστηκε και η οργάνωση που ιδρύθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1816, για να καταπολεμήσει την Παλινόρθωση. Οι Γιρονδίνοι είναι γνωστοί και ως «Πατριώτες της 10ης Αυγούστου» και οι Μοντανιάροι (Ορεινοί) ως «Πατριώτες της 2ας Σεπτεμβρίου». Στους κατοπινούς χρόνους ονόμαζαν π. εκείνους που επιθυμούσαν να εκδικηθούν για την ήττα της Γαλλίας στον Γαλλογερμανικό πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό ιδρύθηκε και η «Ένωση των πατριωτών» (1880), που μετονομάστηκε αργότερα σε «Γαλλική Πατριωτική Ένωση». Το 1895 άλλαξε και πάλι όνομα και λεγόταν «Πατριωτική ένωσις των γαλλικών συμφερόντων». Το 1899 ένας αριθμός μελών της αποχώρησε και ίδρυσε την κληρικόφρονα οργάνωση «Ένωση της γαλλικής πατρίδας», με αντισημιτικές και μοναρχικές τάσεις. Από τη νέα αυτή οργάνωση προέρχεται η φασιστική «Πατριωτική νεολαία», που ιδρύθηκε το 1920.
Στην Ολλανδία, π. ονόμαζαν τον 18o αι. τους αντιπάλους των οραγγιστών. Οι π. αυτοί διαλύθηκαν κατά την πρωσική εισβολή (1787) αλλά πέτυχαν τελικά, με τη βοήθεια της Γαλλίας, να διώξουν τους οραγγιστές (1795).
Στις ΗΠΑ οι πατριωτικές οργανώσεις έχουν πολιτικό χαρακτήρα. Οι κυριότερες είναι: Οι «γιοι των παλαιμάχων» (1879), «Οι θυγατέρες της επανάστασης» (1891), η «Εταιρεία των αποικιακών πολέμων» (1893), «Οι κόρες της ομοσπονδίας» (1894), «Οι γιοι των παλαίμαχων ομοσπόνδων» (1896) και, στα νεότερα χρόνια, η «Αμερικανική λεγεώνα».
* * *ο ΝΜΑ, δωρ. τ. πατριώτας, θηλ. πατριῶτις, Α, θηλ. πατριώτισσα Ννεοελλ.1. ο συντοπίτης, ο καταγόμενος από την ίδια χώρα ή πόλη ή χωριό2. συνεκδ. αυτός που αγαπά την πατρίδα του, ο φιλόπατρις3. η κλητ. πατριώτηως προσφώνηση άγνωστου συνήθως προσώπου («γεια σου, πατριώτη»)αρχ.1. πολίτης2. μέλος πατριός3. ο εγχώριος, αυτός που υπάρχει στην πατρίδα κάποιου («ἵπποι πατριῶται», Ξεν.)4. (ειδικά για τους βαρβάρους που είχαν μόνο κοινή πατρίδα, σε αντίθεση με τους Έλληνες που είχαν κοινή πόλη ελεύθερη και γι' αυτό ονομάζονταν πολῑται) συμπατριώτης, αυτός που έχει κοινή πατρίδα με κάποιον5. το θηλ. πατριῶτιςως επίθ. α) αυτή που ανήκει στην πατρίδα ή στον τόπο καταγωγής (α. «πατριῶτις γῆ» — η πατρίδα, Ευρ.β. «πατριῶτις στολή» — η ενδυμασία τού τόπου καταγωγής, Λουκιαν.)β) προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Σπάρτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατριά + κατάλ. -ώτης (πρβλ. ηλικι-ώτης). Η λ. με τη σημ. «αυτός που έχει κοινή πατρίδα με κάποιον, συμπατριώτης» χρησιμοποιήθηκε κυρίως αναφορικά προς τους βαρβάρους, ενώ για τους κατοίκους τής Ελλάδας, στην οποία ίσχυε το σύστημα πόλη-κράτος, προτιμήθηκε ο όρος πολίτης / συμπολίτης. Με τη σημ. αυτή η λ. πατριώτης θα πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. πάτριος].
Dictionary of Greek. 2013.